- ὀχθῶν
- ὄχθηany heightfem gen plὀχθέωto be sorely angeredpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄχθων — ὄχθος eminence masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRIDENS — Neptuni insigne, quô a Cyclopibus donatus fingitur, uti videre est pluribus apud Natalem Comitem, Mythol. l. 5. c. 8. adde, quae diximus in voce Neptunus. Sed et tridentem in clypeo suo gessit Dryas, apud Papinium Statium, Theb. l. 7. v. 255.… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Σίβες — οι / Σίβαι, ΝΑ, και Σίβοι Α (στην αρχαιότητα) λαός τής βορειοδυτικής Ινδίας που κατοικούσε στη Γανδαρίτιδα, κατά μήκος τών οχθών τού Γάγγη … Dictionary of Greek
γεφύρωση — η (AM γεφύρωσις) [γεφυρώ] η σύνδεση, ζεύξη δύο οχθών με γέφυρα νεοελλ. η προσέγγιση διαφορετικών απόψεων αρχ. σύστημα γεφυρών … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
νάσικος — Κατάρρινος πίθηκος της μεγάλης οικογένειας των Κερκοπιθηκιδών, που λέγεται και προβοσκιδωτός πίθηκος, εξαιτίας της χαρακτηριστικής μύτης του, που είναι πολύ ανεπτυγμένη, προπάντων στα ενήλικα αρσενικά: το είδος αυτό της κοντής προβοσκίδας κατά… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
παραφρυγανισμός — ὁ, Α [παραφρυγανίπαραφρυγανισμός ζω] η ανύψωση τών οχθών ενός οχετού με συσσώρευση φρύγανων και χώματος, η ενίσχυση τού προχώματος μιας διώρυγας με πλέγμα ξύλων … Dictionary of Greek
πεδιάδα — Όρος της γεωγραφίας που υποδηλώνει –στο μορφολογικό περιβάλλον των ξηρών που έχουν αναδυθεί– όλες εκείνες τις περιοχές η επιφάνεια των οποίων δεν παρουσιάζει καθορισμένο υψόμετρο ή δεν έχουν μεγάλη υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek